δαιμονιαρέα

δαιμονιαρέα
η
βλ. δαιμοναριά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δαιμοναριά — η (Μ δαιμονιαρέα) η κοινή ονομασία τού φυτού υοσκύαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαιμονιαρέα, θηλυκό τού δαιμονιάριος (πρβλ. βρομιαρέα, περβολαρέα) σχηματίστηκε αναλογικά προς τα θηλυκά σε έα τών επιθέτων σε ύς (πρβλ. βαρύς βαρέα, βαθύς βαθέα)] …   Dictionary of Greek

  • δαιμονιάρης — α,. ικο (Μ δαιμονιάριος και δαιμονιάρης, θηλ. δαιμονιαρέα και δαιμονιαριά) 1. δαιμονισμένος, παράφορος 2. επιληπτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”